- ουρηδόχος
- οὐρηδόχος, -ον (ΑΜ)βλ. ουροδόχος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οὐρηδόχος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐρηδόχον — οὐρηδόχος masc/fem acc sg οὐρηδόχος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐρηδόχα — οὐρηδόχος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐρηδόχου — οὐρηδόχος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐρηδόχῳ — οὐρηδόχος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ουροδόχος — ο (ΑΜ οὐροδόχος και οὐρηδόχος, ον) 1. αυτός που περιέχει ή δέχεται τα ούρα 2. φρ. «ουροδόχος κύστη» η κύστη μέσα στην οποία συγκεντρώνονται τα ούρα στα μεσοδιαστήματα τών ουρήσεων κατά την κάθοδό τους από τα νεφρά προτού εκχυθούν από την ουρήθρα … Dictionary of Greek